δοθέντα

δοθέντα
δίδωμι
Aër.
aor part pass neut nom/voc/acc pl
δίδωμι
Aër.
aor part pass masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δοθέντ' — δοθέντα , δίδωμι Aër. aor part pass neut nom/voc/acc pl δοθέντα , δίδωμι Aër. aor part pass masc acc sg δοθέντι , δίδωμι Aër. aor part pass masc/neut dat sg δοθέντε , δίδωμι Aër. aor part pass masc/neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • въданыи — (60) прич. страд. прош. к въдати. 1.В 1 знач.: Ни ѥдинъ же отъ причитаѥмыихъ въ клиросѣ да не облачитiсѩ не въ свою ризоу||... нъ въ одеждахъ да ходить. абиѥ причитаныихъ въ клиросѣ въданыихъ. (ἀπονεμηϑείσαις) КЕ XII, 50 51; Плѣньнымъ ѡ(т)… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • даныи — (262) прич. страд. прош. 1. Врученный, переданный из рук в руки: призва бо˫аринъ ѡтрока. слѹжащаго емѹ. и гл҃а емѹ принеси ми злато даноѥ тебѣ мною вечеръ. хощю ѹбо доѣхати до то||ргѹ. СбТр к. XIV, 195 об.–196. 2. Переданный, отданный (во… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • απόδειξη — (Μαθημ.).Στα μαθηματικά, λέγοντας α. εννοούμε τη συναγωγή από μερικές προϋποθέσεις (υπόθεση) κάποιου συμπεράσματος (θέση) με τη βοήθεια ορισμένων και εντελώς καθορισμένων κανόνων. Έτσι, στο περίφημο θεώρημα του Πυθαγόρα, η υπόθεση είναι ότι ένα… …   Dictionary of Greek

  • δήλιος — (4ος αι. π.Χ.). Πλατωνικός φιλόσοφος. Καταγόταν από την Έφεσο. Συμβούλευσε τον Φίλιππο Β’ της Μακεδονίας και έπειτα τον γιο του Αλέξανδρο να αναλάβει επικεφαλής όλων των Ελλήνων στην εκστρατεία εναντίον των Περσών. * * * ια, ο (Α δήλιος, ία, ιον) …   Dictionary of Greek

  • ροπή — ενός ανύσματος (π.χ. μιας δύναμης, μιας ταχύτητας, μιας ώσης), ως προς ένα σημείο, είναι το γινόμενο του μεγέθους του ανύσματος επί την απόσταση της ευθείας εφαρμογής του από το ορισμένο σημείο. Ο ορισμός αυτός επεκτείνεται και στη ρ. ως προς… …   Dictionary of Greek

  • τετράγωνο — Στη γεωμετρία είναι ένα τετράπλευρο με ίσες πλευρές και ίσες γωνίες, δηλαδή ορθές. Το τ. έχει διαγωνίους ίσες και κάθετες· αντίστροφα, ένα παραλληλόγραμμο είναι τ., όταν έχει ίσες και κάθετες διαγωνίους. Στην αριθμητική, το τ. ενός αριθμού είναι… …   Dictionary of Greek

  • υπερβολή — Είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων ενός επιπέδου, τα οποία έχουν σταθερή διαφορά αποστάσεων από δύο δοθέντα σημεία του επιπέδου (εστίες). Η υ. είναι κωνική καμπύλη, προέρχεται, δηλαδή, από την τομή ενός επιπέδου με έναν κώνο και παριστάνεται… …   Dictionary of Greek

  • χρωματομετρία — Oνομάζεται και χρωμομετρία. Μέθοδος με την οποία προσδιορίζονται μετρητά οι τρεις χαρακτηριστικοί παράμετροι ενός ορισμένου χρώματος, δηλαδή η λάμψη, ο τόνος και η καθαρότητα. Για τον σκοπό αυτό, και γενικότερα για μια άμεση μέτρηση,… …   Dictionary of Greek

  • ερυθροκύτταρα — Απύρηνα κύτταρα του αίματος. Ο αριθμός τους στις γυναίκες κυμαίνεται μεταξύ 4.500.000 5.000.000/mm3 αίματος, ενώ στους άντρες μεταξύ 5.000.000 5.500.000/mm3 αίματος. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια του ανθρώπου έχουν σχήμα αμφίκοιλου δίσκου, το οποίο όμως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”